Τρίτη 22 Νοεμβρίου 2011

Όποιος βιάζεται σκοντάφτει κι αγάλι-αγάλι γίνεται η αγουρίδα μέλι!

http://eyeramfos.deviantart.com/
Κύριο χαρακτηριστικό της εποχής μας η ταχύτητα- γρήγορα αυτοκίνητα, γρήγορα τρένα (κι αεροπλάνα και πλοία και γενικώς), γρήγορα κυκλοφορούν τα νέα (η Εποχή του διεθνούς και υπερατλαντικού κουτσομπολιού) στην τηλεόραση, στο ίντερνετ, γρήγορη η επικοινωνία (facebook, e-mails, twitter, κινητά τηλέφωνα, δορυφόροι παντού), γρήγορο και το φαγητό (ένα sandwich στο χέρι και δρόμο). Όλα γίνονται τσαφ-μπαμ και πάμε παρακάτω. Χωρίς πολλά-πολλά, χωρίς ιδιαίτερες σκέψεις και προβληματισμούς.

Κινητήρια δύναμη η τεχνολογία. Μας έλυσε τα χέρια. Άνοιξε νέους δρόμους, εξομάλυνε άλλους, άλλαξε τον ορίζοντα, το παρόν και το μέλλον μας. Τώρα πια δεν θέλουμε μια ζωή για να φτάσουμε από την Ελλάδα στην Κίνα και μπορούμε ανά πάσα στιγμή να στείλουμε με ένα e-mail την πρόσκληση γάμου μας στον μπάρμπα στην Αυστραλία, με τη βεβαιότητα ότι θα προλάβει να έρθει αν το θελήσει.

Γοργοί ρυθμοί χάρη στην τεχνολογία και το άγχος. Για να μειώσουμε το άγχος μας, δημιουργήσαμε ένα σωρό μπιχλιμπίδια για να εξασφαλίσουμε αποτελεσματικότητα και ταχύτητα σε κάθετί και καθώς όλα άρχισαν να τρέχουν, δωσ'του κι εμείς τρεχάλα για να τα προλάβουμε και περνούν οι χειμώνες, περνούν τα καλοκαίρια, ούτε πήρα χαμπάρι πως ο περσινός χρόνος είχε φθινόπωρο και άνοιξη και παρακαλώ σταματήστε τον κόσμο να κατέβω (τώρα, ΤΩΡΑ, Τ-Ω-Ρ-Α!!!) γιατί σαν να με έπιασε μια δύσπνοια κι ένα πονάκι στο στέρνο!

Δεν ξέρω για εσάς, αλλά εγώ προσωπικά θέλω λίγο να καθίσω σε μια καρέκλα να ξεκουραστώ. Να πάρω δυο ήρεμες ανάσες. Ξαφνικά συνειδητοποίησα πως δεν απολαμβάνω σχεδόν τίποτα. Αυτό που τα κάνουμε όλα λάχα-λάχα κάπως με έχει εξαντλήσει. Όλα στη ζωή μου πάνε ρολόι, αλλά δεν τα νιώθω, δεν με αγγίζουν, σαν να μην τα αντιλαμβάνομαι ένα πράγμα. Γιατί ως και οι απολαύσεις μας, ως κι αυτές πάνε τρέχοντας! Fast-food (πίτσες, σουβλάκια) στο όρθιο, bars και πάλι στο όρθιο, φλερτ στο όρθιο και τα επακόλουθα αυτού επίσης κάπως έτσι. Γρήγορα. Χωρίς πολλές χρονοτριβές. Για να προλάβουμε, λες και δεν υπάρχει αύριο. Να μαζέψουμε εμπειρίες, να ανοίξουν τα μάτια μας, να μην  παντρευτούμε τον πρώτο τυχόντα (ενώ-τραγική ειρωνεία- άνετα "παίρνουμε" τον πρώτο τυχόντα. Πώς τα λέω έτσι σήμερα η χυδαία...). Δεν αφιερώνουμε χρόνο πλέον στο να γνωρίσουμε τον άλλον, α-ν-α-λ-υ-τ-ι-κ-ά. Μας λύνει όλες τις απορίες το facebook. Εμείς ρωτάμε τα συμπληρωματικά (κοινώς, ό,τι δεν αναφέρεται). Ενίοτε ούτε αυτά. Παίρνουμε τη λίστα, τικάρουμε νοητά τα συν και τα πλην και απορρίπτουμε πριν καν ο άλλος καταλάβει ότι σταθήκαμε μια στιγμή στην εικόνα του.

Σκοτώνουμε τον ρομαντισμό για τη ριμάδα την ταχύτητα. Από φόβο μην σπαταλήσουμε τον πολύτιμο χρόνο μας και γεροντοκοριάσουμε. Μην δεν κάνουμε παιδιά. Παιδιά με προοπτικές και πτυχία πριν καν γεννηθούν, με επίπεδο, με γρήγορο αυτοκίνητο, με ουάου δουλειά και πολύ τρέξιμο και πάλι.
Ζηλεύω κάτι εποχές σε ένα σχεδόν μακρινό παρελθόν, που σε ερωτεύονταν και ξημεροβραδιάζονταν κάτω από το παραθύρι σου, τρώγοντας πασατέμπο δήθεν τάχα αδιάφορα, περιμένοντάς σε να βγεις να τινάξεις τις βελέντζες. Και έγραφαν γράμματα, ερωτικές επιστολές αντάξιες των λογοτεχνικών θαυμάτων όλων των εποχών, αφιερώνοντας χρόνο και πάθος και έρωτα. Και ένα απλό άγγιγμα είχε άλλο νόημα, υπήρχε ηλεκτρισμός κι έκανε την καρδιά σου να χτυπά σαν ταμπούρλο. Και τα λόγια ακούγονταν πιο όμορφα, η επαφή ήταν πιο ουσιαστική, έψαχνες να ανακαλύψεις στα μάτια του άλλου το φεγγάρι και τα άστρα και κάθε μέρα μαζί του ήταν αποκάλυψη και σου έπαιρνε σχεδόν μια ζωή για να τον μάθεις και να τον συνηθίσεις.

Ενώ σήμερα ψεκάστε, σκουπίστε, τελειώσατε. Και όταν κάτι τελειώνει, σχεδόν δεν μας αφήνει αναμνήσεις. Όλες οι μέρες το ίδιο χλιαρό κι αδιάφορο γκρι. Ένα από τα ίδια. Ίσως με λίγο πληγωμένο εγωισμό. Και μια σπατάλησα-τον-χρόνο-μου πικρία. Ειρωνικό. Ποιον χρόνο; Πόσους απέρριψες τον τελευταίο χρόνο; Και από την άλλη, με πόσους πήγες; Πόσους ερωτεύτηκες και πόσοι σε πόνεσαν;

Η ερώτηση της ημέρας... Σκέψου το. Πόσο "γκουρμέ" έρωτα γεύτηκες; Πόσες "γκουρμέ" φιλίες; Πόσο πραγματικά ποιοτικό χρόνο αφιέρωσες και σου αφιέρωσαν; Κι εσύ αλήθεια, πόσα παραπάνω είσαι από μια γρήγορη παραγωγική μηχανή που βγάζει ένα μάτσο χαρτονομίσματα και τα σπαταλάει για να αγοράσει και να ξοδέψει χρόνο;

Τρίτη 8 Νοεμβρίου 2011

Οι κερασιές θ'ανθίσουν και φέτος...

Δύσκολες μέρες, δύσκολος χειμώνας.. Όλα δείχνουν γκρίζα, μουντά και παγωμένα- μια Χώρα που λύγισε, ένα αβέβαιο πολιτικό σκηνικό με σαθρά θεμέλια, σκοτεινιασμένα πρόσωπα, αγωνία, άγχος, άδεια πορτοφόλια, μηδενικά όνειρα και αβεβαιότητα για το μέλλον...
Δεν θέλω να σχολιάσω τα γεγονότα, δεν έχω άλλωστε και τίποτα ουσιαστικό να πω. Οι σκέψεις που περνάνε από το μυαλό μου είναι μάλλον συγκεχυμένες, και καθώς δεν είμαι ούτε οικονομολόγος ούτε γνωρίζω την πλήρη αλήθεια πίσω από τις συμφωνίες που έχουν υπογραφεί, δεν θέλω να γίνω ένας ακόμα που θα λέει τα δικά του... Η αλήθεια είναι πως με έχει κουράσει η γκρίνια. Υποβάλλουμε τον εαυτό μας σε αναγκαστική κατάθλιψη και έντονο στρες για τα οικονομικά πακέτα που θα πάρουμε, για τα δημοψηφίσματα, για την Μέρκελ και τον χαβά της, για την κυβέρνηση εθνικής σωτηρίας, για τα μεταβατικά στάδια και τον νέο πρωθυπουργό, για τις επερχόμενες εκλογές, ενώ ταυτόχρονα τρέχουμε για τον άρτο τον επιούσιο και τα προσωπικά μας θέματα! Ένα μυαλό τόσο δα δεν τα χωράει όλα. Το δικό μου τουλάχιστον αδυνατεί. Δεν είμαι αδιάφορη (κάθε άλλο μάλιστα), απλώς συνειδητοποιώ πού φτάνουν οι δυνάμεις μου και γνωρίζοντας πως κάποια πράγματα δεν περνούν από το χέρι το δικό μου, απλώς αρνούμαι να επιτρέψω στον εαυτό μου να τρελαθεί, ενώ από την άλλη θέλω να τον πείσω  κιόλας πως μπορούμε να τα καταφέρουμε, πως τελικά εμείς οι ίδιοι είμαστε οι κύριοι του εαυτού μας και κρατάμε το μέλλον μας στα χέρια μας!
Όταν πήγαινα λύκειο ο αγαπημένος μου συγγραφέας ήταν ο Μενέλαος Λουντέμης. Σκόπιμη η αναφορά στο όνομά του, ιδίως μια τέτοια εποχή, με όλα αυτά τα προβλήματα και τους καθημερινούς αγώνες. Διαβάζοντας τις ιστορίες του, ήταν σαν να έβλεπα μπροστά μου τη ζωή της οικογένειάς μου, τον πόλεμο και τους αγώνες κατά των Γερμανών, την πείνα, τα μαρτύρια, τη γενναιότητα και την αντοχή τους, την εξορία του παππού μου στην Μακρόνησο και τα βασανιστήρια στα οποία τόσες φορές τον υπέβαλαν, την επιβίωση της οικογένειάς του και τον πόλεμο που τους έκαναν οι γείτονες... Και θαύμαζα πάντοτε το γέλιο τους, την καλή τους την καρδιά και την υπομονή τους... Το ότι δεν κράτησαν ποτέ κακία σε κανέναν και παρά τη φτώχια τους, το σπίτι τους ήταν πάντοτε μια ανοιχτή αγκαλιά.
Έφερα λοιπόν στο μυαλό μου χθες τον Μέλιο, αυτόν τον άνθρωπο που με τόσο πείσμα και τόσα όνειρα μετρούσε τα άστρα και δεν λύγισε ποτέ, δεν έσκυψε ποτέ το κεφάλι, παρά τις αντιξοότητες και την ταλαιπωρία. Και τον συνέκρινα με όλους εμάς και τις κρίσεις πανικού που παθαίνουμε. Θα κλείσω λοιπόν με δυο λόγια γι'αυτόν τον θαυμάσιο Έλληνα... Δεν θα χρησιμοποιήσω όμως τα λόγια τα δικά μου, αλλά όσα έγραψε γι'αυτόν ο Μίκης Θεοδωράκης στον πρόλογο μιας ποιητικής συλλογής του Λουντέμη που κυκλοφόρησε από τα Ελληνικά Γράμματα:

«Με συγκίνηση χαράζω αυτές τις γραμμές… Μνήμη Μενέλαου Λουντέμη…. Θυμάμαι τότε που τον πρωτοαντίκρισα ζωντανό μπροστά μου. Γιατί σαν συγγραφέα και ποιητή τον είχα ήδη μέσα στην καρδιά μου.
Θα ‘ταν Γενάρης του 1949. Μακρόνησος, Τέταρτο Τάγμα πολιτικών κρατούμενων. Ζούσαμε περιορισμένοι μέσα στους περίφημους κλωβούς Α, Β, Γ, Δ, σε σκηνές εκτεθειμένες στον ανελέητο βοριά και το αλάτι της θάλασσας. Οι πιο πολλοί ήμασταν νέοι –είκοσι και κάτι. Κάποιο απομεσήμερο μπήκε κάποιος στη σκηνή μας.
-Φέρνουν τον Λουντέμη, μας είπε.
-Και που είναι τώρα;
-Στο λιμανάκι του Αη-Γιώργη, σε λίγο ξεκινάνε.
Πώς να βγούμε από το σύρμα; Μόνο όταν υπήρχε αγγαρεία μας επιτρέπανε την έξοδο. Χωρίς να το πολυσκεφτώ, πήγα στην αποθήκη και πήρα δύο άδεια μπιτόνια. Ο φρουρός με ρωτά «Ήρθε φορτίο;» «Ναι», του είπα και προχώρησα. Με άφησε.
Βάδιζα στο στενό μονοπάτι πλάι στη θάλασσα και συλλογιζόμουν τι είναι τούτο που με τραβάει σαν μαγνήτης. Μενέλαος Λουντέμης… Δεν ήταν μόνο ο συγγραφέας. Ήταν πιο πολύ το σύμβολο. .. Τόσοι λιγοστοί εξάλλου οι επώνυμοι στους τόπους της δοκιμασίας… Η καρδιά μου φούσκωνε από συγκίνηση και ευγνωμοσύνη…
Πλησιάζοντας το μικρό όρμο είδα τη μικρή ομάδα με τους κρατούμενους και τη φρουρά να έχει ήδη ξεκινήσει. Στάθηκα πάνω σ΄ ένα βράχο πλάι στο μονοπάτι και περίμενα.
–Ποιος είναι ο Λουντέμης; Ρώτησα τον πρώτο κρατούμενο καθώς περνούσε μπροστά μου. Κι εκείνος, μ΄ ένα κίνημα της κεφαλής μου τον έδειξε. Ένας μικροσκοπικός άνθρωπος προσπαθούσε να σκαρφαλώσει στο απότομο μονοπάτι. Αγκομαχούσε και κούτσαινε και από πίσω τον έσπρωχνε ο χωροφύλακας για να τα καταφέρει.
Τα μάτια μου θάμπωσαν, έτσι που η κίνηση του Λουντέμη διαλύθηκε μέσα στην όρασή μου, αποσπάσθηκε από την ύλη κι έγινε μια μαύρη διάφανη πεταλούδα που σπάραζε καθώς της έμπηγαν την καρφίτσα. Κουνούσε σπαστικά τα φτερά της μετρώντας την αγωνία της.
Δεν είδα τον Λουντέμη να περνά από μπροστά μου, ούτε τον συνάντησα στο στρατόπεδο. Η συνάντηση και η γνωριμία μας έγινε πολύ αργότερα στο Βουκουρέστι, στα χρόνια της Δικτατορίας. Τον έβλεπα ζωντανό, ζωηρό, γελαστό μπροστά μου. Κι όμως τίποτα δεν μπορούσε να σβήσει την πρώτη εικόνα, εκείνη της μαύρης πεταλούδας που αγκομαχούσε και σπάραζε στο ανηφορικό μονοπάτι στη Μακρόνησο.
Και τώρα σκέφτομαι πόσο σωστή ήταν εκείνη η φευγαλέα εικόνα. Μια ευγενική ψυχή που όσο πιο σημαντικά δώρα μας χάριζε, τόσο πιο βαθιά έπεφτε στην παγίδα που ως φαίνεται είναι η μοίρα των προικισμένων, των «διαφορετικών».
Ένας τέτοιος «διαφορετικός» υπήρξε ο Μενέλαος Λουντέμης για μας… Μέσα στις σκηνές της Μακρονήσου, εκεί που σταύρωνανε τα φωτεινά ελληνικά νιάτα, μονάχα ένας ήλιος θα μπορούσε να μας θαμπώσει. Ένας τέτοιος ήλιος ήρθε τότε, μέσα στο συννεφιασμένο Γενάρη του 1949 και καθώς τον αντίκρισα, τα μάτια μου υγρανθήκανε από ευγνωμοσύνη. Για πάντα....
Αθήνα, 29.3.99