Δύσκολες μέρες, δύσκολος χειμώνας.. Όλα δείχνουν γκρίζα, μουντά και παγωμένα- μια Χώρα που λύγισε, ένα αβέβαιο πολιτικό σκηνικό με σαθρά θεμέλια, σκοτεινιασμένα πρόσωπα, αγωνία, άγχος, άδεια πορτοφόλια, μηδενικά όνειρα και αβεβαιότητα για το μέλλον...
Δεν θέλω να σχολιάσω τα γεγονότα, δεν έχω άλλωστε και τίποτα ουσιαστικό να πω. Οι σκέψεις που περνάνε από το μυαλό μου είναι μάλλον συγκεχυμένες, και καθώς δεν είμαι ούτε οικονομολόγος ούτε γνωρίζω την πλήρη αλήθεια πίσω από τις συμφωνίες που έχουν υπογραφεί, δεν θέλω να γίνω ένας ακόμα που θα λέει τα δικά του... Η αλήθεια είναι πως με έχει κουράσει η γκρίνια. Υποβάλλουμε τον εαυτό μας σε αναγκαστική κατάθλιψη και έντονο στρες για τα οικονομικά πακέτα που θα πάρουμε, για τα δημοψηφίσματα, για την Μέρκελ και τον χαβά της, για την κυβέρνηση εθνικής σωτηρίας, για τα μεταβατικά στάδια και τον νέο πρωθυπουργό, για τις επερχόμενες εκλογές, ενώ ταυτόχρονα τρέχουμε για τον άρτο τον επιούσιο και τα προσωπικά μας θέματα! Ένα μυαλό τόσο δα δεν τα χωράει όλα. Το δικό μου τουλάχιστον αδυνατεί. Δεν είμαι αδιάφορη (κάθε άλλο μάλιστα), απλώς συνειδητοποιώ πού φτάνουν οι δυνάμεις μου και γνωρίζοντας πως κάποια πράγματα δεν περνούν από το χέρι το δικό μου, απλώς αρνούμαι να επιτρέψω στον εαυτό μου να τρελαθεί, ενώ από την άλλη θέλω να τον πείσω κιόλας πως μπορούμε να τα καταφέρουμε, πως τελικά εμείς οι ίδιοι είμαστε οι κύριοι του εαυτού μας και κρατάμε το μέλλον μας στα χέρια μας!
Όταν πήγαινα λύκειο ο αγαπημένος μου συγγραφέας ήταν ο Μενέλαος Λουντέμης. Σκόπιμη η αναφορά στο όνομά του, ιδίως μια τέτοια εποχή, με όλα αυτά τα προβλήματα και τους καθημερινούς αγώνες. Διαβάζοντας τις ιστορίες του, ήταν σαν να έβλεπα μπροστά μου τη ζωή της οικογένειάς μου, τον πόλεμο και τους αγώνες κατά των Γερμανών, την πείνα, τα μαρτύρια, τη γενναιότητα και την αντοχή τους, την εξορία του παππού μου στην Μακρόνησο και τα βασανιστήρια στα οποία τόσες φορές τον υπέβαλαν, την επιβίωση της οικογένειάς του και τον πόλεμο που τους έκαναν οι γείτονες... Και θαύμαζα πάντοτε το γέλιο τους, την καλή τους την καρδιά και την υπομονή τους... Το ότι δεν κράτησαν ποτέ κακία σε κανέναν και παρά τη φτώχια τους, το σπίτι τους ήταν πάντοτε μια ανοιχτή αγκαλιά.
Έφερα λοιπόν στο μυαλό μου χθες τον Μέλιο, αυτόν τον άνθρωπο που με τόσο πείσμα και τόσα όνειρα μετρούσε τα άστρα και δεν λύγισε ποτέ, δεν έσκυψε ποτέ το κεφάλι, παρά τις αντιξοότητες και την ταλαιπωρία. Και τον συνέκρινα με όλους εμάς και τις κρίσεις πανικού που παθαίνουμε. Θα κλείσω λοιπόν με δυο λόγια γι'αυτόν τον θαυμάσιο Έλληνα... Δεν θα χρησιμοποιήσω όμως τα λόγια τα δικά μου, αλλά όσα έγραψε γι'αυτόν ο Μίκης Θεοδωράκης στον πρόλογο μιας ποιητικής συλλογής του Λουντέμη που κυκλοφόρησε από τα Ελληνικά Γράμματα:
«Με συγκίνηση χαράζω αυτές τις γραμμές… Μνήμη Μενέλαου Λουντέμη….
Θυμάμαι τότε που τον πρωτοαντίκρισα ζωντανό μπροστά μου. Γιατί σαν
συγγραφέα και ποιητή τον είχα ήδη μέσα στην καρδιά μου.
Θα ‘ταν Γενάρης του 1949. Μακρόνησος, Τέταρτο Τάγμα πολιτικών κρατούμενων. Ζούσαμε περιορισμένοι μέσα στους περίφημους κλωβούς Α, Β, Γ, Δ, σε σκηνές εκτεθειμένες στον ανελέητο βοριά και το αλάτι της θάλασσας. Οι πιο πολλοί ήμασταν νέοι –είκοσι και κάτι. Κάποιο απομεσήμερο μπήκε κάποιος στη σκηνή μας.
-Φέρνουν τον Λουντέμη, μας είπε.
-Και που είναι τώρα;
-Στο λιμανάκι του Αη-Γιώργη, σε λίγο ξεκινάνε.
Πώς να βγούμε από το σύρμα; Μόνο όταν υπήρχε αγγαρεία μας επιτρέπανε την έξοδο. Χωρίς να το πολυσκεφτώ, πήγα στην αποθήκη και πήρα δύο άδεια μπιτόνια. Ο φρουρός με ρωτά «Ήρθε φορτίο;» «Ναι», του είπα και προχώρησα. Με άφησε.
Βάδιζα στο στενό μονοπάτι πλάι στη θάλασσα και συλλογιζόμουν τι είναι τούτο που με τραβάει σαν μαγνήτης. Μενέλαος Λουντέμης… Δεν ήταν μόνο ο συγγραφέας. Ήταν πιο πολύ το σύμβολο. .. Τόσοι λιγοστοί εξάλλου οι επώνυμοι στους τόπους της δοκιμασίας… Η καρδιά μου φούσκωνε από συγκίνηση και ευγνωμοσύνη…
Πλησιάζοντας το μικρό όρμο είδα τη μικρή ομάδα με τους κρατούμενους και τη φρουρά να έχει ήδη ξεκινήσει. Στάθηκα πάνω σ΄ ένα βράχο πλάι στο μονοπάτι και περίμενα.
–Ποιος είναι ο Λουντέμης; Ρώτησα τον πρώτο κρατούμενο καθώς περνούσε μπροστά μου. Κι εκείνος, μ΄ ένα κίνημα της κεφαλής μου τον έδειξε. Ένας μικροσκοπικός άνθρωπος προσπαθούσε να σκαρφαλώσει στο απότομο μονοπάτι. Αγκομαχούσε και κούτσαινε και από πίσω τον έσπρωχνε ο χωροφύλακας για να τα καταφέρει.
Τα μάτια μου θάμπωσαν, έτσι που η κίνηση του Λουντέμη διαλύθηκε μέσα στην όρασή μου, αποσπάσθηκε από την ύλη κι έγινε μια μαύρη διάφανη πεταλούδα που σπάραζε καθώς της έμπηγαν την καρφίτσα. Κουνούσε σπαστικά τα φτερά της μετρώντας την αγωνία της.
Δεν είδα τον Λουντέμη να περνά από μπροστά μου, ούτε τον συνάντησα στο στρατόπεδο. Η συνάντηση και η γνωριμία μας έγινε πολύ αργότερα στο Βουκουρέστι, στα χρόνια της Δικτατορίας. Τον έβλεπα ζωντανό, ζωηρό, γελαστό μπροστά μου. Κι όμως τίποτα δεν μπορούσε να σβήσει την πρώτη εικόνα, εκείνη της μαύρης πεταλούδας που αγκομαχούσε και σπάραζε στο ανηφορικό μονοπάτι στη Μακρόνησο.
Και τώρα σκέφτομαι πόσο σωστή ήταν εκείνη η φευγαλέα εικόνα. Μια ευγενική ψυχή που όσο πιο σημαντικά δώρα μας χάριζε, τόσο πιο βαθιά έπεφτε στην παγίδα που ως φαίνεται είναι η μοίρα των προικισμένων, των «διαφορετικών».
Ένας τέτοιος «διαφορετικός» υπήρξε ο Μενέλαος Λουντέμης για μας… Μέσα στις σκηνές της Μακρονήσου, εκεί που σταύρωνανε τα φωτεινά ελληνικά νιάτα, μονάχα ένας ήλιος θα μπορούσε να μας θαμπώσει. Ένας τέτοιος ήλιος ήρθε τότε, μέσα στο συννεφιασμένο Γενάρη του 1949 και καθώς τον αντίκρισα, τα μάτια μου υγρανθήκανε από ευγνωμοσύνη. Για πάντα....
Αθήνα, 29.3.99
Θα ‘ταν Γενάρης του 1949. Μακρόνησος, Τέταρτο Τάγμα πολιτικών κρατούμενων. Ζούσαμε περιορισμένοι μέσα στους περίφημους κλωβούς Α, Β, Γ, Δ, σε σκηνές εκτεθειμένες στον ανελέητο βοριά και το αλάτι της θάλασσας. Οι πιο πολλοί ήμασταν νέοι –είκοσι και κάτι. Κάποιο απομεσήμερο μπήκε κάποιος στη σκηνή μας.
-Φέρνουν τον Λουντέμη, μας είπε.
-Και που είναι τώρα;
-Στο λιμανάκι του Αη-Γιώργη, σε λίγο ξεκινάνε.
Πώς να βγούμε από το σύρμα; Μόνο όταν υπήρχε αγγαρεία μας επιτρέπανε την έξοδο. Χωρίς να το πολυσκεφτώ, πήγα στην αποθήκη και πήρα δύο άδεια μπιτόνια. Ο φρουρός με ρωτά «Ήρθε φορτίο;» «Ναι», του είπα και προχώρησα. Με άφησε.
Βάδιζα στο στενό μονοπάτι πλάι στη θάλασσα και συλλογιζόμουν τι είναι τούτο που με τραβάει σαν μαγνήτης. Μενέλαος Λουντέμης… Δεν ήταν μόνο ο συγγραφέας. Ήταν πιο πολύ το σύμβολο. .. Τόσοι λιγοστοί εξάλλου οι επώνυμοι στους τόπους της δοκιμασίας… Η καρδιά μου φούσκωνε από συγκίνηση και ευγνωμοσύνη…
Πλησιάζοντας το μικρό όρμο είδα τη μικρή ομάδα με τους κρατούμενους και τη φρουρά να έχει ήδη ξεκινήσει. Στάθηκα πάνω σ΄ ένα βράχο πλάι στο μονοπάτι και περίμενα.
–Ποιος είναι ο Λουντέμης; Ρώτησα τον πρώτο κρατούμενο καθώς περνούσε μπροστά μου. Κι εκείνος, μ΄ ένα κίνημα της κεφαλής μου τον έδειξε. Ένας μικροσκοπικός άνθρωπος προσπαθούσε να σκαρφαλώσει στο απότομο μονοπάτι. Αγκομαχούσε και κούτσαινε και από πίσω τον έσπρωχνε ο χωροφύλακας για να τα καταφέρει.
Τα μάτια μου θάμπωσαν, έτσι που η κίνηση του Λουντέμη διαλύθηκε μέσα στην όρασή μου, αποσπάσθηκε από την ύλη κι έγινε μια μαύρη διάφανη πεταλούδα που σπάραζε καθώς της έμπηγαν την καρφίτσα. Κουνούσε σπαστικά τα φτερά της μετρώντας την αγωνία της.
Δεν είδα τον Λουντέμη να περνά από μπροστά μου, ούτε τον συνάντησα στο στρατόπεδο. Η συνάντηση και η γνωριμία μας έγινε πολύ αργότερα στο Βουκουρέστι, στα χρόνια της Δικτατορίας. Τον έβλεπα ζωντανό, ζωηρό, γελαστό μπροστά μου. Κι όμως τίποτα δεν μπορούσε να σβήσει την πρώτη εικόνα, εκείνη της μαύρης πεταλούδας που αγκομαχούσε και σπάραζε στο ανηφορικό μονοπάτι στη Μακρόνησο.
Και τώρα σκέφτομαι πόσο σωστή ήταν εκείνη η φευγαλέα εικόνα. Μια ευγενική ψυχή που όσο πιο σημαντικά δώρα μας χάριζε, τόσο πιο βαθιά έπεφτε στην παγίδα που ως φαίνεται είναι η μοίρα των προικισμένων, των «διαφορετικών».
Ένας τέτοιος «διαφορετικός» υπήρξε ο Μενέλαος Λουντέμης για μας… Μέσα στις σκηνές της Μακρονήσου, εκεί που σταύρωνανε τα φωτεινά ελληνικά νιάτα, μονάχα ένας ήλιος θα μπορούσε να μας θαμπώσει. Ένας τέτοιος ήλιος ήρθε τότε, μέσα στο συννεφιασμένο Γενάρη του 1949 και καθώς τον αντίκρισα, τα μάτια μου υγρανθήκανε από ευγνωμοσύνη. Για πάντα....
Αθήνα, 29.3.99
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου